Διδακτορική διατριβή / Αδημοσίευτες εργασίες

 

Αραπάκη Ξ. (2000), Σχεδιασμός, Εφαρμογή και Αξιολόγηση ενός μοντέλου διδασκαλίας για τη δημιουργική έκφραση στη ζωγραφική των παιδιών προσχολικής ηλικίας, Διδακτορική Διατριβή, Παιδαγωγικό Τμήμα Επιστημών Προσχολικής Αγωγής και Εκπαίδευσης, Α.Π. Θεσσαλονίκης, Θεσσαλονίκη.

Στόχος της διατριβής ήταν ο σχεδιασμός και η αξιολόγηση του περιεχομένου μιας καινοτομικής διδασκαλίας του παιδικού σχεδίου σε προνήπια και νήπια, το οποίο να βασίζεται σε γνωστικούς διδακτικούς σκοπούς και το οποίο να οδηγεί τα παιδιά σε βελτιωμένα εικαστικά αποτελέσματα σε σχέση με τα δεδομένα που μας προσφέρει η φυσική εξέλιξη του παιδικού σχεδίου σ’ αυτές τις ηλικίες. Συγκρίθηκαν τα εικαστικά αποτελέσματα δύο ομάδων παιδιών, της πειραματικής ομάδας (40 παιδιά) τα οποία παρακολούθησαν το καινοτομικό πρόγραμμα διδασκαλίας και της ομάδας ελέγχου (39 παιδιά) τα οποία παρακολούθησαν ένα πρόγραμμα «ελεύθερης διδασκαλίας» με βάση το ισχύον αναλυτικό πρόγραμμα. Η μέτρηση της εικαστικής ικανότητας των παιδιών, πριν και μετά τις διδακτικές παρεμβάσεις, έγινε με σχεδιαστικά έργα από τρεις θεματικές ενότητες: την «ανθρώπινη φιγούρα», το «σπίτι» και το «τοπίο». Η καινοτομική διδασκαλία βασίστηκε, αφ’ ενός, στην κατάλληλη για παιδιά προσχολικής ηλικίας εισαγωγή αμιγώς εικαστικών εννοιών (όπως φόρμα, χρώμα, σύνθεση) και, αφ’ ετέρου, στη λειτουργική χρησιμοποίηση των θέσεων του Luquet ως γνωστικών εμποδίων που τα προνήπια / νήπια θα έπρεπε να υπερπηδήσουν κατά τη διάρκεια της διδακτικής παρέμβασης. Η συγκριτική ανάλυση των αποτελεσμάτων των παιδιών στα σχεδιαστικά έργα, πριν από τη διδασκαλία, έδειξε ότι οι δύο ομάδες εμφανίζονται γνωστικά ισοδύναμες. Η συγκριτική, όμως, ανάλυση των αποτελεσμάτων των παιδιών στα ίδια εικαστικά έργα, μετά τη διδασκαλία, κατέδειξε σημαντικές διαφορές στα εικαστικά αποτελέσματα των παιδιών των δύο ομάδων. Συγκεκριμένα, όχι μόνο περισσότερα παιδιά της πειραματικής ομάδας, σε σχέση με τα παιδιά της ομάδας ελέγχου, κατέκτησαν το στάδιο του διανοητικού ρεαλισμού, αλλά παρατηρήθηκαν και σαφείς ποιοτικές διαφοροποιήσεις (τέτοιες ώστε να μιλάμε για ένα είδος «βελτιωμένου» διανοητικού ρεαλισμού) οι οποίες ερμηνεύονται ως αποτέλεσμα της επίδρασης της προτεινόμενης διδακτικής παρέμβασης.